ξερνώ

ξερνώ
ξερνάω (αόρ. (ε)ξέρασα) 1. μετ.
1) изрыгать, отрыгивать; рвать;

ξερνώ αίμα — рвать кровью;

2) перен. рассказывать, признаваться (о подсудимых и т. п.); выдавать сообщников; расколоться (прост.);
3) выбрасывать на берег; 4) перен. отплатить, заплатить; θα τα ξεράσεις τα όσα μού έκαμες! ты мне за всё заплатишь!; 2. αμετ. рвать, вырывать, тошнить; ο άρρωστος ξέρασε больного вырвало

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξερνώ" в других словарях:

  • ξερνώ — άω 1. κάνω εμετό 2. βγάζω κάτι με εμετό, βγάζω από το στόμα κάτι που έχω φάει («ξέρασε το φάρμακο») 3. μτφ. υφίσταμαι τις συνέπειες μιας άδικης πράξης μου («θα τά ξεράσεις όσα έκανες») 4. μτφ. αποκαλύπτω τις κακές πράξεις ή τα μυστικά κάποιου,… …   Dictionary of Greek

  • ξερνώ — ξέρασα, ξερασμένος 1. μτβ., βγάζω κάτι από το στόμα μου με εμετό: Ξέρασε ό,τι έφαγε. 2. αμτβ., κάνω εμετό: Δηλητηριάστηκε και ξερνά. 3. μτφ., για θάλασσα, πετώ, βγάζω στη στεριά: Η θάλασσα ξέρασε τα ναυάγια. 4. μτφ., αποκαλύπτω μυστικό ή παράνομη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • εναπερεύγω — ἐναπερεύγω (AM) ξερνώ, κάνω εμετό μέσα ή πάνω σε κάτι μσν. μέσ. ξερνώ, ξεβράζω κάποιον σ έναν τόπο αρχ. (μτφ. για ασελγή πράξη) εκσπερματίζω …   Dictionary of Greek

  • φλύω — Α 1. (κυρίως για νερό) βράζω, κοχλάζω 2. ξεχειλίζω 3. (στην ποίηση) (για φυτό) έχω ή παράγω πολλούς καρπούς 4. μτφ. είμαι φλύαρος, πολυλογάς 5. (το γ εν. πρόσ. μεσ. και παθ. ενεστ.) φλύεται (κατά τον Ιπποκρ.) «ὑγραίνεται». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλύω… …   Dictionary of Greek

  • αναξερνώ — ( άω) 1. κάνω εμετό, ξερνώ 2. αναδίνω (νερό, υγρασία κ.λπ.) 3. αναδίνω χρώμα, ξεβάφω 4. (για ύφασμα) εμφανίζω, παρουσιάζω και πάλι κηλίδα που φαινόταν να έχει καθαρίσει …   Dictionary of Greek

  • ανεμώ — (I) ἀνεμῶ ( έω) (Α) εξεμώ, κάνω εμετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)* + εμώ «ξερνώ, κάνω εμετό»]. (II) ἀνεμῶ ( όω) (AM) Ι. ενεργ. μσν. εκθέτω στον άνεμο, αφήνω να κυματίζει στον άνεμο II. (μέσ., ούμαι) (αρχ. μσν.) σαλεύω, κυματίζω στον αέρα («ἠνεμωμένος… …   Dictionary of Greek

  • ανερεύγω — ἀνερεύγω (Α) 1. εξεμώ, ξερνώ 2. μέσ. (για ποταμούς) εκβάλλω, χύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + *ερεύγω, τού ερεύγομαι (Ι) «κάνω εμετό, εκβάλλω»] …   Dictionary of Greek

  • απεμώ — ἀπεμῶ ( έω) (AM) [εμώ] κάνω εμετό, ξερνῶ …   Dictionary of Greek

  • απερεύγομαι — ἀπερεύγομαι (Α) [ερεύγομαι] 1. εξεμώ, ξερνώ 2. (για ποταμούς) εκβάλλω, χύνομαι …   Dictionary of Greek

  • απερυγγάνω — ἀπερυγγάνω (Α) [ερυγγάνω] 1. ξερνώ, βγάζω 2. ρεύομαι 3. (για ποταμό) εκβάλλω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»